- λαϊκότητα
- halkçılık
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
λαϊκότητα — η 1. το γνώρισμα τού λαϊκού, το να είναι κάτι λαϊκό 2. απλότητα στους τρόπους και στο ντύσιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαϊκός. Η λ., στον λόγιο τ. λαϊκότης, μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Νικ. Κοντοπούλου] … Dictionary of Greek
λαϊκότητα — η το να ακολουθεί κανείς λαϊκά πρότυπα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ουβάροφ, Σεργκέι Σεμιόνοβιτς — (Count Sergey Semyonovich Uvarov, 1786 – 1855). Ρώσος πολιτικός και συγγραφέας. Διετέλεσε αρχικά επιθεωρητής εκπαίδευσης στην περιφέρεια της Αγίας Πετρούπολης. Ήταν μέλος της λογοτεχνικής εταιρείας Αρζαμάς και, από το 1818 έως τον θάνατό του,… … Dictionary of Greek